Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προμαντεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμαντεύω [promandévo] -ομαι Ρ5.2 : μαντεύω εκ των προτέρων, προλέγω κτ. που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προφητεύω. || προαισθάνομαι.

[λόγ. < ελνστ. προμαντεύω (αρχ. προμαντεύομαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go