Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκομμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκομμένος -η -ο [prokoménos] Ε3 : που είναι εργατικός, φιλόπονος, δραστήριος: ~ άνθρωπος. Προκομμένη γυναίκα. || (ως ουσ.) ο προκομμένος. || (προφ., ειρ.): Tα κατάφερε πάλι, ο ~, και έμεινε απένταρος!

[μππ. του προκόβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες