Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προκαθορισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκαθορισμός ο [prokaθorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προκαθορίζω: ~ της πορείας / του αποτελέσματος.

[λόγ. προκαθορισ- (προκαθορίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go