Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προζύμι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προζύμι το [prozími] Ο44 : 1. μικρή μάζα από αλεύρι που έχει υποστεί ζύμωση και που χρησιμοποιείται ως μαγιά για την παρασκευή ψωμιού: Στην αρτοποιία η μαγιά έχει αντικαταστήσει το ~. 2. (μτφ.) το πρώτο, το αρχικό στοιχείο που αποτελεί τη βάση, την αφετηρία για κτ.

[ελνστ. προζύμιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go