Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προεκλογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεκλογικός -ή -ό [proeklojikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που γίνεται στον πριν από τις εκλογές χρόνο: ~ αγώνας. Προεκλογική εκστρατεία / συγκέντρωση / υπόσχεση / περίοδος. Οι προεκλογικές διακηρύξεις δε συμφωνούν με τις μετεκλογικές ενέργειες. προεκλογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προ- εκλογικός μτφρδ. γαλλ. pré-électoral]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go