Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προεδρεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεδρεύω [proeδrévo] -ομαι Ρ5.1 αόρ. και προήδρευσα : ασκώ καθήκοντα, εκτελώ χρέη προέδρου: Όταν απουσιάζει ο πρόεδρος, προεδρεύει ο αντιπρόεδρος. Στη σύσκεψη των υπουργών θα προεδρεύσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. || (παθ.) έχω ως πρόεδρο, ως επικεφαλής: Tα υπηρεσιακά συμβούλια προεδρεύονται από δικαστικό. || Προεδρευόμενη δημοκρατία, μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, στην οποία ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκλέγεται έμμεσα (συνήθ. από το κοινοβούλιο) και δεν έχει (ισχυρή) εκτελεστική εξουσία· (πρβ. προεδρική δημοκρατία): Tο πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβου λευτική δημοκρατία.

[λόγ. < αρχ. προεδρεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεδρεύων -ουσα -ον [proeδrévon] Ε12 : που ασκεί χρέη, που εκτελεί καθήκοντα προέδρου. || (ως ουσ.) ο προεδρεύων: Ο ~ του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ.

[λόγ. μεε. < αρχ. προεδρεύω μτφρδ. γαλλ. président]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go