Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προδιαγεγραμμένος -η -ο [proδiajeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν σχεδιάσει, καθορίσει, αποφασίσει εκ των προτέρων: Προδιαγεγραμμένη πορεία / εξέλιξη / έκβαση. Έδρασαν με βάση ένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο.
[λόγ. μππ. < ελνστ. προδιαγράφω μτφρδ. γαλλ. prescrit]



