Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προδιαγεγραμμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προδιαγεγραμμένος -η -ο [proδiajeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν σχεδιάσει, καθορίσει, αποφασίσει εκ των προτέρων: Προδιαγεγραμμένη πορεία / εξέλιξη / έκβαση. Έδρασαν με βάση ένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο.

[λόγ. μππ. < ελνστ. προδιαγράφω μτφρδ. γαλλ. prescrit]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go