Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προγονοπληξία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγονοπληξία η [proγonopliksía] Ο25 : υπερβολική, παθολογική υπερηφάνεια, θαυμασμός, έπαρση για τη δόξα και τις αρετές των προγόνων· προγονολατρία·.

[λόγ. προγονόπληκ(τος) -σία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go