Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πριονιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριονιστής ο [prionistís] Ο7 : αυτός που έχει ειδικευτεί στη χρήση του πριονιού.

[λόγ. πριονισ- (πριονίζω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go