Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πριγκιπόπουλο το [pringipópulo] Ο41 : 1. νεαρός γιος πρίγκιπα ή βασιλιά, νεαρός πρίγκιπας. (έκφρ.) περιμένει το ~ του παραμυθιού, ειρωνικά για γυναίκα που δεν παντρεύεται αναζητώντας τον ιδανικό άντρα, γαμπρό. || (πληθ.) παιδιά πρίγκιπα ή βασιλιά, χωρίς διάκριση φύλου. 2. (μτφ.) για παιδί που ζει και ανατρέφεται σε πλούσιο και πολυτελές περιβάλλον, χωρίς να του λείπει τίποτα: Tα παιδιά τους ζουν / περνούν σαν πριγκιπόπουλα.
[πρίγκιπ(ας) -όπουλο]



