Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πριγκιπικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριγκιπικός -ή -ό [pringipikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε πρίγκιπα: Πριγκιπική στολή / άμαξα. ~ τίτλος. Πριγκιπικό αξίωμα. 2. (μτφ.) πλούσιος, πολυτελής, μεγαλοπρεπής: Kάνει / ζει πριγκιπική ζωή. πριγκιπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πριγκιπ- (δες πρίγκιπας) -ικός μτφρδ. γαλλ. princier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go