Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρηνής -ής -ές [prinís] Ε10 : (λόγ.) που είναι πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα: Οι στρατιώτες έπεσαν πρηνείς στο έδαφος.
[λόγ. < αρχ. πρηνής]



