Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρεζάκι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρεζάκι το [prezáki] Ο44α : (προφ.) τοξικομανής νεαρής ηλικίας, πρεζό νι: Aντί να κυνηγούν τα πρεζάκια, έπρεπε να συλλαμβάνουν τους εμπόρους ναρκωτικών.

[πρέζ(α) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρεζάκιας ο [prezákas] Ο4 πληθ. πρεζάκηδες : (προφ.) τοξικομανής (κυρ. για ηρωινομανείς και κοκαϊνομανείς): Έχει πάρει μερικές φορές ναρκωτικά αλλά δεν είναι ~.

[πρέζ(α) -άκιας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go