Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρασινίλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρασινίλα η [prasiníla] Ο25α : πράσινο χρώμα ή απόχρωση: H ~ της θάλασσας οφειλόταν στην υψηλή ρύπανση.

[πράσιν(ος) -ίλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go