Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πράσο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πράσο το [práso] Ο39 : πολυετές φυτό των παραμεσόγειων περιοχών, είδος φαγώσιμου λαχανικού: Πράσα με κρέας / με ρύζι. || (συνήθ. πληθ.) το φαγητό που γίνεται με πράσα: Σήμερα φάγαμε πράσα. Kόβω κτ. σαν ~, πολύ εύκολα: Mε μια σπαθιά του ΄κοψε το κεφάλι σαν ~. || (μτφ.): Mαλλιά (σαν) πράσα, πολύ ίσια. ΦΡ πιάνω κπ. στα πράσα, συλλαμβάνω κπ. επ΄ αυτοφώρω, τον αιφνιδιάζω (τη στιγμή που κάνει κτ. παράνομο, παράτυπο κτλ.): Tον έπιασαν στα πράσα να κλέβει.

[αρχ. πράσον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρασόπιτα η [prasópita] Ο27 : είδος πίτας που γίνεται με βασικό συστατικό τα πράσα.

[πράσ(ο) -ο- + -πιτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρασόρυζο το [prasórizo] Ο41 : φαγητό που γίνεται με πράσα και ρύζι.

[πράσ(ο) -ο- + ρύζ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go