Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουρός ο [purós] Ο17 & πουρό το [puró] Ο38 θηλ. πουρή [purí] Ο29 : (λαϊκ., προφ.) ο (πολύ) γερασμένος, ο (πολύ) γέρος, ο σωματικά παρακμασμένος: Παντρεύτηκε μ΄ έναν πλούσιο πουρό. Ο άντρας της είναι που ρό.
[τσιγγ. puro `γέρος΄ (προφ. [pú-] ) & -ς (μετακ. τόνου;)· πουρ(ός) -ή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούρος -α -ο [púros] Ε4 : (προφ.) γνήσιος, αμιγής (και συχνά μειωτ.) απόλυτος, άκαμπτος: ~ δημοτικιστής / καθαρευουσιάνος.
[ιταλ. puro -ς]



