Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πούλπα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πούλπα η [púlpa] Ο25α : πολτώδης μάζα φρούτων που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φρουτοχυμών και μαρμελάδας.

[λόγ. < γαλλ. pulpe κατά το λατ. έτυμο pulpa]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go