Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πουρές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουρές ο [purés] Ο13 & πουρέ το [puré] Ο (άκλ.) : είδος πολτού κυρίως από λιωμένες πατάτες αλλά και από όσπρια ή χορταρικά: Πατάτα / σπανάκι ~. || το αντίστοιχο φαγητό: Φάγαμε πατάτες / σπανάκι πουρέ.

[ιταλ. pur(e) -ές· λόγ. κατά το γαλλ. purée]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go