Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουπουλένιος -α -ο [pupulénos] Ε4 : 1. που τον έχουν φτιάξει, που τον έχουν γεμίσει με πούπουλα: Πουπουλένια μαξιλάρια / στρώματα. 2. (μτφ.) πολύ ελαφρός και μαλακός.
[πούπουλ(ο) -ένιος]



