Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πουπουλένιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουπουλένιος -α -ο [pupulénos] Ε4 : 1. που τον έχουν φτιάξει, που τον έχουν γεμίσει με πούπουλα: Πουπουλένια μαξιλάρια / στρώματα. 2. (μτφ.) πολύ ελαφρός και μαλακός.

[πούπουλ(ο) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go