Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πουλάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουλάδα η [puláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) κότα μικρής ηλικίας. πουλαδίτσα η YΠΟKΟΡ.

[πουλ(ί) (δες λ.) -άδα· πουλάδ(α) -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go