Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποτοπωλείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτοπωλείο το [potopolío] Ο39 : το κατάστημα όπου πωλούνται κρασιά και οινοπνευματώδη ποτά· κάβα12.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -πωλείον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go