Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορτοκαλιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτοκαλιά η [portokalá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών, με σκουροπράσινα φύλλα, άσπρα άνθη και σφαιρικούς χυμώδεις καρπούς, τα πορτοκάλια: Άνθισαν / ξεράθηκαν οι πορτοκαλιές. Άνθη / καρποί της πορτοκαλιάς. ΠAΡ ΦΡ είναι / έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζουμε, αμφισβητούμε σε κπ. ή σε κτ. την αποκλειστικότητα, το αναντικατάστατο.

[πορτοκάλ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go