Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορτογαλέζικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτογαλέζικος -η -ο [portoγalézikos] Ε5 : (προφ.) πορτογαλικός. || (ως ουσ.) τα πορτογαλέζικα, η πορτογαλική γλώσσα: Στη Bραζιλία μιλούν πορτογαλέζικα. πορτογαλέζικα ΕΠIΡΡ σε πορτογαλική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[Πορτογαλ(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go