Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνοπεριοδικό το [pornoperioδikó] Ο38 : περιοδικό με πορνογραφικό περιεχόμενο (κείμενο ή / και εικόνες): Στα περίπτερα είναι κρεμασμένα διάφορα πορνοπεριοδικά.
[λόγ. πορν(ό) -ο- + περιοδικό]



