Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορνογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορνογράφος ο [pornoγráfos] Ο18 : ο συγγραφέας, ο δημιουργός πορνογραφημάτων.

[λόγ. < ελνστ. πορνογράφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go