Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορνείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορνείο το [pornío] Ο39 : οίκημα όπου ασκείται η πορνεία· οίκος ανοχής, μπορντέλο: H αστυνομία έκανε έφοδο στα πορνεία του λιμανιού.

[λόγ. < αρχ. πορνεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go