Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορθητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορθητής ο [porθitís] Ο7 : αυτός που (κατόπιν πολιορκίας) κυρίευσε μια οχυρωμένη τοποθεσία, μια πόλη κτλ.· κυρίως ως προσωνυμία: Mωάμεθ B' ο Πορθητής.

[λόγ. < αρχ. πορθητής `καταστροφέας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go