Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονόλαιμος ο [ponólemos] Ο20 : πόνος (συνήθ. από φλεγμονή) του λαιμού: Παστίλιες / γαργάρες / ροφήματα για τον πονόλαιμο.
[πονο- + λαιμ(ός) -ος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[πονο- + λαιμ(ός) -ος]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |