Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποντοπόρος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποντοπόρος -α -ο [pondopóros] Ε4 : που πλέει, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, που πραγματοποιεί υπερπόντια ταξίδια: Ποντοπόρα πλοία.

[λόγ. < αρχ. ποντοπόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go