Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονηράδα η [poniráδa] Ο26 : η ιδιότητα αλλά και η ενέργεια, η πράξη του πονηρού, η πονηριά: Φέρομαι / σκέφτομαι / ξεφεύγω με ~. Άσε τις πονηράδες.
[πονηρ(ός) -άδα]



