Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύπαθος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύπαθος -η -ο [polípaθos] Ε5 : που έχει υποστεί πολλά δεινά, βάσανα, ταλαιπωρίες: Είναι άνθρωπος ~ και βασανισμένος.

[πολυ- + πάθ(ος) -ος ή < αρχ. πολυπαθ(ής) μεταπλ. -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go