Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύμηνος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύμηνος -η -ο [políminos] Ε5 : που διαρκεί πολλούς μήνες. ANT ολιγόμηνος: Πολύμηνη μάχη / αναμονή / απουσία / ασθένεια.

[λόγ. πολυ- + μην- (δες μήνας) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go