Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολωτικός -ή -ό [polotikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην πόλωση ή την προκαλεί: Πολωτικό μικροσκόπιο / φίλτρο / υλικό. || (μτφ.): Πολωτικό κλίμα.
πολωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πολωτ(ής) -ικός]



