Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολωτικός -ή -ό [polotikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην πόλωση ή την προκαλεί: Πολωτικό μικροσκόπιο / φίλτρο / υλικό. || (μτφ.): Πολωτικό κλίμα. πολωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πολωτ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go