Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυχρόνιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυχρόνιο το [polixrónio] Ο40 : δέηση που ψαλλόταν παλαιότερα στις εκκλησίες για τη μακροημέρευση του βασιλιά: Mε την κατάργηση της βασιλείας καταργήθηκε και το ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πολυχρόνιος `πολύχρονος΄ από την πρώτη φρ. του ύμνου: πολυχρόνιον ποίησαι `κάνε να ζήσει πολλά χρόνια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go