Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυχρονεμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυχρονεμένος -η -ο [polixroneménos] Ε3 : (παλαιότ. ως προσφώνηση υψηλών προσώπων) που του εύχονται να ζήσει πολλά χρόνια: Πολυχρο νεμένε μας βασιλιά / σουλτάνε / βεζίρη.

[μππ. του πολυχρονώ < πολυ- + χρόν(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go