Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυχρονεμένος -η -ο [polixroneménos] Ε3 : (παλαιότ. ως προσφώνηση υψηλών προσώπων) που του εύχονται να ζήσει πολλά χρόνια: Πολυχρο νεμένε μας βασιλιά / σουλτάνε / βεζίρη.
[μππ. του πολυχρονώ < πολυ- + χρόν(ος) -ώ]



