Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυτραυματίας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυτραυματίας ο [politravmatías] Ο3 : αυτός που έχει τραυματιστεί σε πολλά σημεία του σώματος.

[λόγ. πολυ- + τραυματίας μτφρδ. γαλλ. polytraumatisé < poly- = πολυ- + traumatisé < traumatique < ελνστ. τραυματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go