Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυσύχναστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυσύχναστος -η -ο [polisíxnastos] Ε5 : που σ΄ αυτόν συχνάζουν, περνούν, συγκεντρώνονται κτλ. πολλοί άνθρωποι. ANT ερημικός: ~ δρόμος. Πολυσύχναστα καφενεία / μαγαζιά. || κεντρικός. ANT απόκεντρος, απόμερος: Πολυσύχναστη πλατεία.

[λόγ. πολυ- + συχνασ- (συχνάζω) -τος μτφρδ. αγγλ. much frequented]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go