Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυσέλιδος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυσέλιδος -η -ο [poliséliδos] Ε5 : που έχει πολλές σελίδες: Πολυσέλιδο βιβλίο / περιοδικό. || (επέκτ.) που εκτείνεται σε πολλές σελίδες, ογκώδης: Πολυσέλιδη δικογραφία / αναφορά.

[λόγ. πολυ- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go