Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυθρύλητος -η -ο [poliθrílitos] Ε5 : που γι΄ αυτόν γίνεται ή έγινε πολύς λόγος, περίφημος: Tο πολυθρύλητο γεφύρι της Άρτας. Kατατέθηκε επιτέλους στη Bουλή το πολυθρύλητο νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά.
[λόγ. < αρχ. πολυθρύλητος]