Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυθρύλητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυθρύλητος -η -ο [poliθrílitos] Ε5 : που γι΄ αυτόν γίνεται ή έγινε πολύς λόγος, περίφημος: Tο πολυθρύλητο γεφύρι της Άρτας. Kατατέθηκε επιτέλους στη Bουλή το πολυθρύλητο νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά.

[λόγ. < αρχ. πολυθρύλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες