Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυδύναμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυδύναμος -η -ο [poliδínamos] Ε5 : που διαθέτει πολλές δυνάμεις, δυνατότητες. || (φαρμ.) ~ ορός. Πολυδύναμο εμβόλιο, που έχει παρασκευα στεί με περισσότερα από ένα στελέχη του ίδιου βακτηρίου ή ιού.

[λόγ. < ελνστ. πολυδύναμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go