Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυδιαφημισμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυδιαφημισμένος -η -ο [poliδiafimizménos] Ε3 : που τον έχουν διαφημίσει πάρα πολύ: Πολυδιαφημισμένα προϊόντα.

[λόγ. πολυ- + διαφημισμένος μππ. του διαφημίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go