Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυδιάστατος -η -ο [poliδiástatos] Ε5 : που έχει πολλές διαστάσεις, όψεις, που εκτείνεται σε πολλά επίπεδα και καλύπτει πολλές πλευρές· πολύπλευρος2, πολυεπίπεδος. ANT μονοδιάστατος, μονόπλευρος: Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Πρόβλημα σύνθετο και πολυδιάστατο.
πολυδιάστατα ΕΠIΡΡ. [λόγ. πολυ- + διάστα(σις) -τος]



