Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυδαίδαλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυδαίδαλος -η -ο [poliδéδalos] Ε5 : 1. που έχει ιδιαίτερα πολύπλοκη κατασκευή, δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης: Πολυδαίδαλο κτίριο / κτίσμα / οικοδόμημα. 2. (μτφ.) πολύπλοκος, σύνθετος, περιπλεγμένος: ~ συλλογισμός. Πολυδαίδαλη διαδικασία. Έμπλεξε στην πολυδαίδαλη γραφειοκρατία.

[λόγ. < αρχ. πολυδαίδαλος `πλούσια επεξεργασμένος΄ με αλλ. της σημ. κατά τον αρχ. Δαίδαλο, μυθικό δημιουργό του Λαβυρίνθου]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go