Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολυγαμικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυγαμικός -ή -ό [poliγamikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολυγαμία, που χαρακτηρίζεται από αυτήν: Πολυγαμικές κοινωνίες. || που έχει την τάση να συνάπτει σχέσεις με περισσότερους του ενός ερωτικούς συντρόφους: Yπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο άντρας είναι από τη φύση του ~.

[λόγ. πολυγαμ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go