Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυάγκιστρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυάγκιστρο το [poliángistro] Ο41 : το αλιευτικό όργανο παραγάδι.

[λόγ. < ελνστ. πολυάγκιστρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες