Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολτοποίηση η [poltopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολτοποιώ: Παλιά βιβλία, που προορίζονται για ~. || (μτφ.): H ~ του κεφαλιού του θύματος δυσκόλεψε την αναγνώρισή του.
[λόγ. πολτοποιη- (πολτοποιώ) -σις > -ση]



