Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολλοστός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολλοστός -ή -ό [polostós] Ε1 : που κατέχει την τελευταία θέση σε μια σειρά πολλών όμοιων πραγμάτων: Tο λέω / το επαναλαμβάνω / το τονίζω για πολλοστή φορά.

[λόγ. < αρχ. πολλοστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go