Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποιμαντορικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποιμαντορικός -ή -ό [pimandorikós] Ε1 : (εκκλ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην ποιμαντορία1 ή στο θρησκευτικό ηγέτη που ασκεί πνευματική καθοδήγηση στους πιστούς: Ποιμαντορική ράβδος* / εγκύκλιος / επιστολή.

[λόγ. επίθ. < μσν. η ποιμαντορική < *ποιμαντορ- (ποιμάντωρ) -ική, θηλ. του -ικός, ποιμάντωρ < ποιμαν- (ποιμαίνω) -τωρ κατά το ελνστ. ἱεροφάντωρ (αρχ. ἱεροφάντης) `που εξηγεί τη λατρεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go