Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποδαράτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποδαράτος -η -ο [poδarátos] Ε3 : 1. (προφ.) που έχει πόδια3: Ποτήρι ποδαράτο, με πόδι. 2. που γίνεται με τα πόδια ή στο πόδι. ποδαράτα ΕΠIΡΡ με τα πόδια: Γυρίσαμε στο σπίτι ~.

[ποδάρ(ι) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go