Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πνευμονικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πνευμονικός -ή -ό [pnevmonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους πνεύμονες: Πνευμονική αρτηρία / συμφόρηση / πάθηση. Πνευμονικό οίδημα.

[λόγ. < αρχ. πνευμονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go